ἀρτίστομος — speaking in good idiom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιστόμως — ἀρτίστομος speaking in good idiom adverbial ἀρτίστομος speaking in good idiom masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίστομον — ἀρτίστομος speaking in good idiom masc/fem acc sg ἀρτίστομος speaking in good idiom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίστομα — ἀρτίστομος speaking in good idiom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίστομοι — ἀρτίστομος speaking in good idiom masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
αρτιστομώ — ἀρτιστομῶ ( έω) (Α) [αρτίστομος] εκφράζομαι ή μιλώ ορθά, με σαφήνεια … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek